-
1 Λέσβος
Λέσβ-ος, ἡ, Lesbos, Il.24.544, Od.4.342, etc.; the seventh in magnitude of islands known to the Greeks, Alex.268.6:—hence Adv. [suff] Λεσβ-όθεν,A from Lesbos, Il.9.664; [suff] Λεσβ-όθι, at Lesbos, EM25.15:—Adj. [full] Λέσβιος, α, ον, Sapph.92, Hdt.1.23, etc.: prov., μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, of those who are judged second best, Cratin.243; Λέσβιον κῦμα or κυμάτιον, v. κῦμα 1.3, A.Fr.78, Vitr.4.6.2; so τὸ Λέσβιον (without κ.) PCair.Zen. 445.11 (iii B.C.);Λεσβία οἰκοδομία Arist.EN 1137b30
;Λ. πώματος οὐκ ἔστιν ἄλλος οἶνος ἡδίων πιεῖν Alex.274
, cf. Philyll.24; ἡδίων ὁ Λ. (sc. οἶνος), with a play on words, indicating a preference for Theophrastus (of Lesbos) over Eudemus (of Rhodes), Arist. ap. Gell.13.5.II Λέσβιον, τό,1 part of a ship, ἡ δευτέρα τρόπις acc. to Poll.1.85. -
2 οικοδομη
ἥ1) здание, строение2) назидание, наставление(εἰς ἀλλήλους NT.)
3) зодчество(Λεσβία Arst. - v. l. οἰκοδομία)
См. также в других словарях:
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek